Οι Μικροί Συγγραφείς του 63ου Δημοτικού Σχολείου.. σε δράση!
(photo via mrvanimpe.wordpress.com)
Τρίτη 9 Απριλίου 2013. Σήμερα τα συναισθήματα ήταν έντονα. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της «Φαντασίας» έφτασε στο τέλος του. Σε λίγο θα υποδεχόμασταν τους μαθητές και τις μαθήτριες της Ε΄ και της Στ΄ τάξης του 63ου Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης για να ζήσουμε ακόμη μία περιπέτεια στον μοναδικό κόσμο της φαντασίας. Την τελευταία για τη φετινή σχολική χρονιά.
Δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά. Τα παιδιά επέλεξαν ωραίες λέξεις κι άκουσαν τη φαντασία τους δίχως περιορισμούς. Αυτό άλλωστε δεν κάνουν όλοι οι συγγραφείς; Η φαντασία δεν έχει όρια κι εμείς είμαστε πολύ μικροί για να της βάλουμε!
Οι παραμυθένιες ιστορίες των παιδιών είχαν απ' όλα. Μαγικές κλεψύδρες, μυστηριώδη γράμματα, κλειδιά για χαμένους πολιτισμούς, πριγκίπισσες, χαμένα αγγεία, θησαυρούς, πειρατές.. Χαρά μας να τις διαβάσετε!
Η Αλίκη και το μαγικό τσαντάκι, Γεωργία, Κλάρα, Κλαούντια (Ε΄ τάξη)
Μια φορά και έναν χρόνο ήταν Halloween στη Φραγκιπούπολη. Σ' όλο το χωριό τα παιδιά περνούσαν από πόρτα σε πόρτα λέγοντας: «Φάρσα ή κέρασμα;» Όλα τα παιδιά εκτός από ένα, την Αλίκη. Η Αλίκη καθόταν σπίτι της κι διάβαζε παραμύθια, βιβλία επιστημονικής φαντασίας κ.α. Εκείνο το βράδυ είχε επίσης τα γενέθλιά της. Συνήθως στα γενέθλιά της καθόταν με την οικογένειά της. Εκτός από εκείνο το βράδυ που θα γινόταν κάτι συναρπαστικό γι' αυτήν.
Η θεία της τής χάρισε ένα τσαντάκι, το οποίο θα έλεγε κανείς πως ήταν μαγικό. Καθώς περνούσε το βράδυ η Αλίκη ξύπνησε από παράξενους μελωδικούς θορύβους. Από την άλλη γωνιά του δωματίου της φαινόταν μια λάμψη που φώναζε το όνομά της. Η Αλίκη πήγε εκεί κοντά και άρχισε να ταρακουνιέται κάτι. Χωρίς σκέψη άνοιξε το τσαντάκι. Ξαφνικά κάτι σαν πύραυλος τουρμπίνα την άρπαξε μέσα στο τσαντάκι. Όλα ήταν σκοτεινά και εμφανίστηκε ξαφνικά να τσουλάει σε μια πελώρια τσουλήθρα. Μόλις πήγε να κατέβει την μεγάλη κατηφόρα λιποθύμησε.
Όταν ξύπνησε εμφανίστηκε σε μια άλλη χώρα. Στη χώρα των Καλικάτσαρων. Εκεί γνώρισε τον Σκούμπι Ντου και τον φίλο του τον Σάγκι. Μετά από πολλές ομιλίες έφτασαν στο κάστρο του βασιλιά Καλικάτσαρου. Όλοι οι Καλικάτσαροι χόρευαν που θα πήγαιναν στον ανθρώπινο κόσμο. Άνοιξε μία πύλη και τότε ο Σάγκι, ο Σκούμπι και η Αλίκη πήραν το ραβδί του βασιλιά. Μετά από τρεχαλητά πήρε το ραβδί του πίσω. Μόλις τον είχαν νικήσει με έναν τρόπο που δεν γνώριζαν. Η Αλίκη αποχαιρέτησε τους φίλους της και έφυγε πίσω στο δωμάτιό της. Δεν θα την ξεχνούσε αυτήν την περιπέτεια που πέρασε εκείνο το βράδυ.
Ο μαγικός βυθός, Κωνσταντίνος, Στέλλα, Εύη, Ντάβιτ, Λέο (Ε΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό σ' έναν μαγικό βυθό ο βασιλιάς Αρτούρος και η γυναίκα του η Μαριλένα γέννησαν δύο πανέμορφες γοργόνες, την Ελίζα και την Ελένη, που αλλιώς στην αυτοκρατορία τις ονόμαζαν οι δύο Ελ. Ένα σκοτεινό βράδυ η βασίλισσα Μαριλένα έχασε τη ζωή της σε ένα ατύχημα. Η αυτοκρατορία υπέφερε, ο αυτοκράτορας Αρτούρος δεν άντεξε και αποφάσισε να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Η Ελένη δεν ήθελε και εξαφανίστηκε. Η Ελίζα με τη βοήθεια του μαγικού της μενταγιόν μπόρεσε να βρει την αγαπημένη της αδερφή, την Ελένη. Τότε οι Ελ αποφάσισαν να συναντήσουν τον μάγο Μάρκει που θα τους έλεγα μπου μπορούσαν να βρουν το γρίφο αλλά πρόσθεσε ότι δεν θα ήταν εύκολο.
Οι δύο Έλ άρχισαν το ταξίδι τους. Ταξίδευαν από εποχή σε εποχή και ξαφνικά συνάντησαν ένα τρομερό τέρας που το είχε στείλει η κακιά μητριά. Τα κατάφεραν να περάσουν αυτόν τον κίνδυνο αλλά όχι μόνο αυτόν αλλά και άλλους. Μετά από μια μέρα βρήκαν αυτόν τον μυστηριώδη γρίφο και μπορστά τους εμφανίστηκε ο άρχοντας της Αιγύπτου, ο Σφίγγας. Τότε είπε:
-Θα σας κάνω μια ερώτηση και άμα μου απαντήσετε σωστά, θα πάρετε την μητέρα σας πίσω.
-Εντάξει!
-Ποια ήταν η πιο ωραία γυναίκα σε όλον τον κόσμο (αρχαιότητα);
-Αυτό είναι εύκολο. Η Ωραία Ελένη.
-Σωστά!!!
Τότε η μητέρα τους εμφανίστηκε μπροστά τους. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Η μαγική κλεψύδρα, Αριάννα – Άννα (Ε΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό ζούσε ο κύριος Χρόνης. Σε εκείνο το χωριό γινόντουσαν πολλά θαύματα και γι' αυτό τον λόγο το ονόμασας «Το χωριό των θαυμάτων».
Όπως καθόταν στο παγκάκι ξαφνικά πέρασε πολύ γρήγορα ένα αμάξι. Αφού βέβαια σε αυτό το χωριό γίνονται θαύματα ξεπετάχτηκε από το παράθυρο του αμαξιού ένα μαγικό βιβλίο. Ο κύριος Χρόνης έτρεξε να προλάβει το αμάξι για να δώσει πίσω το βιβλίο, που έπεσε από το παράθυρο, αλλά μάταια! Το αμάξι έτρεχε σαν σίφουνας. Έτσι πως έτρεχε ο κύριος Χρόνης το βιβλίο έπεσε κάτω ξεπετάχτηκε ένα εκτυφλωτικό φως. Ο κύριος Χρόνης έβαλε μπροστά τα χέρια στα μάτια του για να μην τυφλωθεί. Μόλις τα κατέβασε είδε στο βιβλίο μια εικόνα με μια φανταστική πόλη και πήγε να πιάσει το βιβλίο. Όταν το ακούμπησε ένιωσε ένα τραβηγμα στο δάχτυλό του και δεν μπορούσε να το βγάλει. Ξαφνικά η σελίδα τον ρούφηξε και τον έβγαλε σε μια πόλη που λεγόταν «Κλεψύδρα».
Μετά από λίγες μέρες διάβασε ένα άρθρο ότι θα γίνει διαγωνισμός καλύτερης κλεψύδρας. Επίσης έγραφε πως όποιος κερδίσει θα πάρει ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο. Ο κύριος Χρόνης χωρίς να χάσει καιρό δήλωσε συμμετοχή. Κι όμως κέρδισε που διαγωνιζόταν με την κυρία Προσπέραση. Ύστερα έκανε ένα υπέροχο ταξίδι με πολλές περιπέτειες. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Το κλειδί της Ατλαντίδας, Άρης (Ε΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδί στην αρχαία Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Αντώνης. Μια μέρα η μαμά του τον έστειλε για ψώνια. Μόλις τα τελείωσε πήγε στο ναό του Ποσειδώνα. Ξαφνικά εκεί που πήγε να θυσιάσει ένα αρνί κατεβαίνει από τον Όλυμπο ο Ποσειδώνας. Ο Ποσειδώνας του αναθέτει μια αποστολή.
-Αντώνη, πρέπει να πας και να σώσεις την Ατλαντίδα από το Κράκεν. Πρέπει να πας στον Βόρειο Πόλο για να βρεις το μαγικό βιβλίο. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει ο χάρτης για το κοχύλι που είναι το κλειδί της Ατλαντίδας.
Ο Αντώνης πήγε στο Βόρειο Πόλο και πήρε το βιβλίο. Όταν ξαναγύρισε στο ναό του Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας του έδωσε το δαχτυλίδι που τον κάνει γοργόνο. Ο Αντώνης ακολούθησε τον χάρτη και πήγε στην έρημο των χαμένων ψυχών. Εκεί βρήκε το κοχύλι δίπλα από κάποια χρυσελεφάντινα σπαθιά, ασπίδες και περικεφαλαίες. Πήγε στην Ατλαντίδα και άνοιξε τις πύλες με το κοχύλι. Μόλις πέρασε τις πύλες της Ατλαντίδας είδε το κράκεν. Ο γοργόνος Αντώνης πολέμησε το Κράκεν και ο Ποσειδώνας ευχαριστήθηκε και τον έκανε βασιλιά της Ατλαντίδας και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Οι περιπέτειες του Πιτ, Αλόνσα (Στ΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής, ο Πιτ, και είχε βρει έναν χάρτη θησαυρού. Το είχε βάλει σε ένα γυάλινο μπουκάλι για να μην το χάσει. Ένας άλλος πειρατής νόμιζε πως ήταν άχρηστο και το πέταξε στη θάλασσα. Όταν πήγε ο Πιτ να το πάρει δεν το είδε στη θέση του και τρελάθηκε! Ρώτησε όλους τους πειρατές και όταν εκείνος του απάντησε ότι το πέταξε ο Πιτ τον κατσάδιασε και είπε σε όλο το πλήρωμα πως θα ψάξουμε για τον χάρτη και δεν θα σταματήσουμε μέχρι να τον βρούμε!
Την επόμενη μέρα άρχισαν το ταξίδι. Οι πειρατές δεν σταματούσαν να κοπηλατούν, ο Νικ που ήταν πάνω-πάνω στο καράβι φώναξε «Στεριά!». Όλοι χάρηκαν. Κατέβηκαν οι πειρατές στη στεριά και εξερεύνησαν όλο το νησί αλλά δεν βρήκαν τίποτα, ανέβηκαν απογοητευμένοι.
Μετά από δύο ώρες ξαναβρήκαν στεριά. Εκεί συνάντησαν μια μάγισσα που τους μεταμόρφωσε όλους σε παιδιά. Η μάγισσα τους είπε πως θα γίνουν ξανά άντρες μόνο αν ένας θυσιαστεί και γίνει υπηρέτης της για πάντα. Ο Πιτ έστειλε τον Ολόνσο ήταν ο πιο ενοχλητικός πειρατής στον κόσμο. Έστειλαν τον Ολόνσο κι έφυγαν.
Στο τρίτο νησί που πήγαν βρήκε το χάρτη. Ακολούθησαν τον χάρτη και βρήκαν το θησαυρό. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Έγιναν πλούσιοι κι εγκατέλειψαν τη δουλειά τους ως πειρατές.
Το μυστηριώδες γράμμα, Ελεάνα (Στ΄ τάξη)
Ένα περίεργο πρωί ο Ζακ ξύπνησε πολύ απότομα. Ζούσε μόνος του σε ένα νησί από 5 χρονών. Είχε χαθεί με τους γονείς του αλλά δεν τους ξαναείδε από τότε. Τώρα στα 14 του είχε φίλους μόνο ζώα. Καθώς ξύπνησε εκείνο το πρωί είδε στην ακτή ένα γυάλινο μπουκάλι. Έτρεξε και το πήρε. Μόλις το άνοιξε είδε μέσα ένα γράμμα κι ε΄να κίτρινο μαραμένο λουλούδι. Με τόση αγωνία και άγχος στο τέλος το άνοιξε. Το γράμμα ήταν με καλλιτεχνικά γράμματα. Έγραφε: «Όπου και να 'σαι θα σε βρω».
Λίγο πιο μετά ήρθε ο κάστορας, η καλύτερη συντροφιά του Ζακ. Ο Ζακ γέλασε και πήρε τον κάστορα και πήγαν για μπανάκι στην καταγάλανη θάλασσα. Τότε ακούγεται ένας ήχος. Έκπληκτος ο Ζακ βλέπει να έρχεται ένα καράβι. Πάει τότε και περιμένει στην ακτή. Βλέπει το καράβι να πλησιάζει. Καθώς Ζακ παρακολουθούσε ένας κύριος του λέει: «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Ο Ζακ δεν ήξερε να μιλάει και πολύ καλά. Το μόνο που είπε ήταν: «Έχω χαθεί, 5 χρονών». Ο κύριος δεν κατάλαβε και του είπε: «Τι; Έχεις χαθεί από 5 χρονών εδώ;» Ο Ζακ λέει: «Ναι, ναι!» Ο κύριος τότε πήρε τον Ζακ και τον έβαλε στο καράβι. Ο Ζακ γκρίνιαζε και δεν ήθελε να ανέβει. Ήθελε να μείνει με τους μοναδικούς του φίλους, τα ζωάκια! Όμως τον πήρε ο κύριος.
Πέρασαν μέρες μέχρι που ο Ζακ βρίσκεται σ' έναν δρόμο. Ολομόναχος. Περνούσε κόσμος, παιδιά.. Ήταν γεμάτος με αυτοκίνητα. Τότε έρχεται μια κυρία και του λέει: «Ζακ, εσύ είσαι; Πάντα σε έψαχνα αλλά δεν σε βρήκα. Πώς είσαι;»
Ο Ζακ δεν ήξερε ποια ήταν και είπε: «Ποια είστε; Σας ξέρω;» Τότε εκείνη η κυρία του είπε: «Η μαμά σου!»
Εκείνη τη στιγμή αγκαλιάστηκαν. Ο Ζακ πήγαινε σχολείο, είχε νέα ρούχα, φίλους.. και πάνω απ όλα ήταν κοντά με την οικογένειά του.
Οι πειρατές της φαντασίας, Άννα (Στ' τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα έρημο χωριό ζούσαν κάποιοι γενναίοι πειρατές. Άκουσαν για έναν θησαυρό που βρίσκεται στον βόρειο ωκεανό.
Την επόμενη μέρα μέσα στη θάλασσα κυλούσε ένα γυάλινο μπουκάλι που μέσα υπήρχε ένα γράμμα που έγραφε: «Αν θέλετε να βρείτε το θησαυρό πρέπει να περάσετε από την άγρια θάλασσα». Όταν διάβασαν αυτό το γράμμα φοβήθηκαν. Ένας παππούς έδωσε στους πειρατές ένα μαγικό κρασί. Το ήπιαν κι ένιωσαν δυνατοί και θαρραλέοι.
Ξεκίνησαν για τον θησαυρό. Φυσούσε πολύ, είχε τεράστια κύματα. Το ταξίδι θα ήταν πολύ δύσκολο. Έφτιαξαν ένα τεράστιο πλοίο. Οι πειρατές είχαν αγωνία αν τα καταφέρουν. Μέσα στα κύματα είδαν ένα θαλάσσιο τέρας. Ήταν τόσο τεράστιο και το σκότωσαν με τόσο κόπο. Πεινούσαν πάρα πολύ και τότε αναγκάστηκαν να πάρουν φαγητό κάτω στο βυθό. Όταν πήγαν να βρουν φαγητό είδαν το Χ που συμβόλιζε τον θησαυρό. Πήραν τον θησαυρό και γύρισαν στο χωριό. Με όλο αυτόν τον θησαυρό έκαναν το χωριό να μοιάζει με πόλη.
Το χαμένο αγγείο, Ανίσα (Στ΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πλοίο που συνέχει πήγαινε από μια χώρα σε άλλες. Καθώς προχωρούσε, όμως, στη θάλασσα ξαφνικά έπιασε μια πολύ άσχημη καταιγίδα. Ο Κουκ ο αρχηγός του πλοίου τρόμαξε πολύ μήπως πεθάνει αλλά και μήπως χάσει τους φίλους του, δηλαδή τους στρατιώτες του.
Το πλοίο καταστράφηκε. Ο Κουκ ο αρχηγός έγινε ναυαγός. Τότε έμεινε πάνω σε ένα κομμένο ξύλο αλλά πάνω σε εκείνο το κομμάτι ξύλο είχε κι ένα βρεγμένο βιβλίο που μέσα του είχε έναν χάρτη. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί που του έλεγε ο χάρτης. Έφτασε σε ένα έρημο νησί και κοιμήθηκε εκεί.
Όταν ξημέρωσε πήγε να ψάξει να βρει για φαγητό. Καθώς περπατούσε, όμως, πάτησε κάτι. Του φάνηκε παράξενο. Έσκαψε λίγο και το βρήκε. Ήταν ένα πήλινο αγγείο, πολύ ωραίο και είπε ότι θα του χρησιμεύσει σε πολλά. Μόλις το βρήκε το κράτησε και τότε πήγε να ψάξει για φαγητό. Καθώς έψαχνε, όμως, για φαγητό αναρωτιόταν τι δουλειά είχε εδώ αυτό το αγγείο, πως βρέθηκε σε ένα έρημο νησί. Είπε ότι μπορεί να ήταν από την αρχαία Ελλάδα, από τα αρχαία χρόνια. Τελικά βρήκε φαγητό, μπανάνες. Τις ξφλούδισε, τις έκοψε και τις έβαλε μέσα στο αγγείο. Έφαγε μερικές. Τις άλλες τις σκέπασε και τις έφαγε για το βράδυ.
Το απόγευμα ξαφνικά πέρασε ένα πλοίο από το έρημο νησί που ήταν ο Κουκ. Αυτός φώναξε και το πλοίο έστριψε προς το μέρος του. Τον πήραν μέσα στο πλοίο και τους ευχαρίστησε δίνοντάς τους το πήλινο αγγείο. Οι στρατιώτες είπαν τι είναι αυτό, τι να το κάνουμε και τότε ο Κουκ είπε «Είναι ένα πολύ σημαντικό αγγείο, θα σου χρησιμεύσει πολύ. Μπορείς και να το πουλήσεις αν θέλεις». Έτσι του είπε ο Κουκ και τότε ο στρατιώτες του είπε «Ευχαριστώ πολύ».
Ο Οδυσσέας και οι ναυαγοί, Αργυρώ (Στ΄ τάξη)
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που είχε παράξενες ικανότητες. Το όνομά του ήταν Οδυσσέας και ζούσε στη Θήβα. Αυτός είχε πιο πολύ δύναμη από έναν κανονικό άνθρωπο. Τότε σκέφτηκε να πάει αυτός με τους φίλους του σε ένα νησί στις κυκλάδες και προσπαθούσαν να βρουν έναν τίτλο. Λέει ο Οδυσσέας «Το βρήκα». Ο τίτλος θα είναι «Ο Οδυσσέας και οι ναυαγοί του» και αυτοί που θα συμμετείχαν άρχιζε ο καθένας να φέρνει τη δική του βαλίτσα.
Κατόπιν άρχισε να ξεκινάει το ταξίδι από τις Κυκλάδες και σε μια ώρα θα φτάσουμε στα Δωδεκάνησα. Τότε είδαμε δύο τρεις γοργόνες σε ένα βράχο να τραγουδάνε.. Ααααα ααααα. Μετά από λίγο άρχιζαν από το τραγούδι να κοιμούνται. Τότε κατάλαβε ο Ηρακλής. «Να βάλουμε κερί στα αυτιά για να μην το ακούμε». «Ευτυχώς», λέει ο Οδυσσέας, «πρόλβα και δεν κοιμήθηκα.
Μετά από έξι ώρες έφτασαν στην Μύκονο. Εκεί ήθελε να πάει ο Οδυσσέας με τους ναυαγούς του αλλά δεν πρόλαβε να τους το πει γιατί κοιμήθηκαν.
Εκείνη την ώρα σκόνταψε σε ένα αγγείο. Τότε ένα μέρος του καραβιού άρχισε να σπάει και να γεμίζει νερό. Άρχιζε τότε ο Οδυσσέας με ένα βαρέλι να βγάζει νερό αλλά πάλι γέμιζε, γέμιζε και πάλι γέμιζε. Τότε μόνος του κατέβηκε, μπήκε μέσα στη θάλασσα να δει τι χτύπησε το καράβι. Όταν το είδε το πήρε και μπήκε μέσα στο καράβι. Τελικά ήταν ένα αγγείο. Άρχιζε τότε να γυρίζει εκεί που ήταν με τους φίλους του, δηλαδή τους ναυαγούς.
Όταν γύρισαν το έβαλε σ' ένα γυάλινο κουτί και το είδε όλος ο κόσμος και ρωτούσαν τι είναι και αυτός απάντησε ότι είναι ένα αγγείο. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησαν και οι φίλοι του. Τότε χάρηκε πάρα πολύ και είπε «Ούφιου!, που ξύπνησαν.
Μακάρι αυτή η ιστορία να είναι αληθινή. Εσείς τι λέτε;
Η ιστορία μιας πριγκίπισσας, Σύλβια (Στ΄ τάξη)
Στην Μ. Βρετανία σε ένα πανέμορφο παλάτι ζούσε μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα Ισαβέλα. Ο πατέρας της ήταν πάρα πολύ κακός ενώ η μητέρα της ήταν αστεία, χαμογελαστή και πάρα πολύ καλή.
Μια μέρα ήθελε να βγει στον κήπο της για να μαζέψει μερικά λουλούδια επειδή η μητέρα της είχε γενέθλια. Καθώς περπατούσε συνάντησε έναν κούκλο πρίγκιπα. Τον πρίγκιπα Ασκόλο. Η Ισαβέλα ντράπηκε λίγο αλλά τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ο πρίγκιπας γονάτισε και της φίλησε το χέρι. Της είπε ότι ήταν πολύ όμορφη και γλυκιά. Η Ισαβέλα είπε τα συναισθήματα που ένιωθε στον Ασκόλο. Ο Ασκόλο της είπε: «Είσαι το ομορφότερο πράγμα που έχω δει σε όλη μου τη ζωή. Θέλεις να με παντρευτείς;» η Ισαβέλα δέχτηκε με τη μία, πήρε τα λουλούδια και γύρισε στο παλάτι της.
Την άλλη μέρα η πριγκίπισσα ξανασυνάντησε τον Ασκόλο. Ο Ασκόλο φαινόταν στενοχωρημένος. Η Ισαβέλα ρώτησε «Τι έχεις; Γιατί είσαι στενοχωρημένος; Ο Ασκόλο της είπε ότι θα πάει στη Ν. Κορέα για έναν χρόνο. Η Ισαβέλα στενοχωρημένη άρχισε να κλαίει και τον αγκάλιασε σφιχτά. Τον παρακάλεσε να μη φύγει αλλά δεν τα κατάφερε. Η Ισαβέλα τρέχοντας πήγε στο παλάτι της και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ξανάρχισε να κλαίει. Σκεφτόταν και σκεφτόταν μέχρι που της ήρθε μια ιδέα. Πήρε ένα γυάλινο μπουκάλι κι ένα χαρτί και άρχισε να γράφει ένα γράμμα για τον πρίγκιπα Ασκόλο. Όταν το τελείωσε έβαλε το χαρτί μέσα στο γυάλινο μπουκάλι και από πάνω έβαλε μια ετικέτα που έγραφε: «Για την πρίγκιπα Ασκόλο από την πριγκίπισσα Ισαβέλα». Μετά η Ισαβέλα πήρε ένα σχοινί, έβαλε το κεφάλι της μέσα και αυτοκτόνησε.
Ένα περιέργο κόμικ, Σάββας-Ραφαήλ (Στ΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα μικρό παιδί που τον έλεγαν Solomon. Όλο διάβαζε συνέχεια το αγαπημένο του βιβλίο που μιλούσε για έναν ήρωα. Καθώς ερχόταν από το σχολείο του βρήκε ένα μπουκάλι που είχε μέσα κάτι υγρό. Μόλις πήγε σπίτι είπε στην μαμά του ότι βρήκε ένα μπουκάλι. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες σκέφτηκε μήπως είναι το μαγικό φίλτρο που ήπιε ο ήρωας και δυνάμωσε. Αυτός παραξενεύτηκε αλλά το ήπιε. Ένιωθε πολύ ζαλισμένος κι έπεσε και κοιμήθηκε.
Το πρωί ένιωσε πολλή δύναμη και δοκίμασε μήπως μπορεί να σηκώσει το κρεβάτι του. Καθώς το προσπαθούσε το έκανε και μετά τρελάθηκε. Μετά διάβασε το βιβλίο του και ζωντάνεψε ο κακός που λεγόταν Komenious. Τον πολέμησε και τον σκότωσε. Κατόπιν ο κακός τον τσίμπησε και ξύπνησε. Στενοχωρήθηκε πολύ επειδή όλο αυτό ήταν μια φαντασίωσή του.
Το μαγικό αγγείο, Λεονίσα-Ευτυχία (Στ΄ τάξη)
Μια μέρα η Αφροδίτη πήγαινε να συναντήσει τους άλλους θεούς. Όμως, σκόνταψε σε ένα αγγείο αλλά δεν ήξερε ότι ήταν μαγικό. Αυτό το αγγείο είχε ένα χαρτί που έλεγε πως είναι μαγικό και θα πραγματοποιούσε τις ευχές της. Τότε τα έχασε. Βρήκε ένα χαρτάκι κι έμαθε πως ήταν μαγικό. Όμως ήδη ήταν θεά. Αλλά ήταν τόσο καλόκαρδη που το έδωσε σε ένα φτωχό άνθρωπο. Αυτός τον ευχαρίστησε πολύ. Ο φτωχός ευχήθηκε να βρει μια δουλειά με λεφτά και μια γυναίκα στο πλάι του. Η Αφροδίτη είδε πόσο ήταν ευτυχισμένος και έδωσε παιδιά στο ζεύγος. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Το γυάλινο μπουκάλι και ο θησαυρός, Ιωάν (Στ΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Κάπτεν Χουκ και μέσα σε ένα πλοίο που ήθελε να βρει τον θησαυρό στο χάρτη αλλά δεν ήξερε που ήταν. Έψαχνε πάρα πολλά χρόνια που το παιδί του ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Όταν πήγαν πήρε 30 άντρες και ξαναφύγανε για το δρόμο που είχανε μπροστά τους.
Άρχισε βροχή και κύματα γι' αυτό προσπαθήστε άντρες, μη τα παρατάτε σε τέτοια χρόνια, πόλεμος είναι. Δεν είναι 2001, είναι 1986 γι' αυτό μην μιλάτε πολύ, προσοχή γιατί δεν έχουμε τι να φάμε. Περιμένετε. Είμαστε φτωχοί ακόμα. Όταν βρούμε το θησαυρό τότε θα τα μοιράσουμε και δεν θα έχουμε ούτε ένα πρόβλημα, θα τα πληρώσουμε όλα και τίποτε δεν θα χρωστάμε. Πήγαμε σε άλλη χώρα παιδιά, θα ρωτήσουμε για το θησαυρό και θα το βρούμε, μην στενοχωριέστε. Ο θησαυρός ήταν εκεί κοντά, μικρό ταξίδι. Επιτέλους το βρήκαμε τώρα, πάμε σπίτια μας.
Αυτοί ζούσαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Το σπίτι του τρόμου, Βαγγέλης (Στ΄ τάξη)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που τον έλεγαν Faster. Ο Faster είχε χάσει και τους δύο γονείς του και έμενε με τη γιαγιά του. Όταν πήγαινε στο σχολείο όλοι τον κορόιδευαν επειδή πήγαινε κιθάρα και ήταν έξυπνος.
Μια μέρα όταν γυρνούσε σπίτι του είδε ένα παλιό σπίτι που ήθελε να το εξερευνήσει. Όταν μπήκε μέσα είδε κάτι σκελετούς και από το τρακ πέθανε.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ τις δασκάλες των παιδιών, την κυρία Παρασκευή Χούτου και την κυρία Στέλλα Νισυρίου που μας επισκέφτηκαν. ΤΟ μεγαλύτερο, βέβαια, ευχαριστώ το απευθύνω στους μικρούς μας συγγραφείς που μοιράστηκαν μαζί μας τα μυστικά που τους ψιθύρισε η φαντασία τους.